lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξοπλισμός στα φινλανδικά

Λέξη:
εξοπλισμός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (18):
aparaatti, aseistus, asu, joukko, joukkue, kalu, koje, laite, laitteisto, leninki, porukka, puku, työkalu, vaate, varustus, vehje, välikappale, väline
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά εξοπλισμός, εξοπλισμός σκι, εξοπλισμός ποδηλάτου, εξοπλισμός ξενοδοχείων & είδη μαζικής εστίασης, εξοπλισμός ξενοδοχείων, εξοπλισμός κουζίνας, εξοπλισμός στα φινλανδικά, aparaatti στα ελληνικά
εξοπλισμός στα φινλανδικά