lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιβλέπω στα γερμανικά

Λέξη:
επιβλέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (7):
beachten, beaufsichtigen, kontrollieren, inspizieren, prüfen, überprüfen, überwachen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά επιβλέπω, προβλέπω συνώνυμα, επιβλέπω αόριστοσ, επιβλέπω translation, επιβάλλω συνωνυμα, επιβάλλω στα αγγλικά, επιβλέπω στα γερμανικά, beachten στα ελληνικά
επιβλέπω στα γερμανικά