lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ικανότητα στα φινλανδικά

Λέξη:
ικανότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (15):
elinkeino, harjoittelu, joutuisuus, kerkeys, kyky, käytäntö, metku, määre, osoite, sukkeluus, taitavuus, taito, tehokkuus, tilavuus, toimivalta
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά ικανότητα, ικανότητα συνώνυμο, ικανότητα συγκέντρωσης, ικανότητα πρόσκτησης εσωτερικής γνώσης, ικανότητα προς δικαιοπραξία, ικανότητα δικαιοπραξίας, ικανότητα στα φινλανδικά, elinkeino στα ελληνικά
ικανότητα στα φινλανδικά