lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαζεύω στα πορτογαλικά

Λέξη:
μαζεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (19):
acumular, aglomerar, ajuntar, alegar, amontoar, arrancar, captar, ceifar, coleccionar, colectar, colher, congregar, coser, empilhar, juntar, porfiásseis, postular, reunir, tirar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά μαζεύω, μαζεύω χόρτα, μαζεύω τα σύνεργά μου όραση ακοή γέψη όσφρηση αφή μυαλό, μαζεύω τα σύνεργά μου, μαζεύω τα πεσμένα στάχυα, μαζεύω τα κομμάτια μου, μαζεύω στα πορτογαλικά, acumular στα ελληνικά
μαζεύω στα πορτογαλικά