lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χρησιμοποιώ στα ρωσικά

Λέξη:
χρησιμοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (12):
выгода, выигрыш, использование, использовать, корысть, польза, пользование, пользовать, преимущество, прибыль, применять, употреблять
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά χρησιμοποιώ, χρησιμοποιώ συνώνυμα, χρησιμοποιώ στα αγγλικά, χρησιμοποιώ προστακτική, χρησιμοποιώ λεξικό, χρησιμοποιώ κλίση, χρησιμοποιώ στα ρωσικά, выгода στα ελληνικά
χρησιμοποιώ στα ρωσικά