lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βασικός στα αγγλικά

Λέξη:
βασικός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (16):
basal, basic, basilar, deadline, elemental, elementary, essential, fundamental, pivotal, primal, primary, primordial, rudimentary, staple, ultimate, vital
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά βασικός, βασικός ύποπτος για φόνο, βασικός μισθός πτυχιούχου αει 2014, βασικός μισθός με πτυχίο, βασικός μισθός καθαρά, βασικός μισθός άνω των 25, βασικός στα αγγλικά, basal στα ελληνικά
βασικός στα αγγλικά