lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βασικός στα ιταλικά

Λέξη:
βασικός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (9):
basilare, elementare, essenziale, fondamentale, importante, primario, primitivo, rudimentale, vitale
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά βασικός, βασικός ύποπτος για φόνο, βασικός μισθός πτυχιούχου αει 2014, βασικός μισθός με πτυχίο, βασικός μισθός καθαρά, βασικός μισθός άνω των 25, βασικός στα ιταλικά, basilare στα ελληνικά
βασικός στα ιταλικά