lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βασικός στα νορβηγικά

Λέξη:
βασικός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (3):
elementær, grundig, livsviktig
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά βασικός, βασικός ύποπτος για φόνο, βασικός μισθός πτυχιούχου αει 2014, βασικός μισθός με πτυχίο, βασικός μισθός καθαρά, βασικός μισθός άνω των 25, βασικός στα νορβηγικά, elementær στα ελληνικά
βασικός στα νορβηγικά