lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βασικός στα γερμανικά

Λέξη:
βασικός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (3):
elementar, grundlegend, grundsätzlich
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά βασικός, βασικός ύποπτος για φόνο, βασικός μισθός πτυχιούχου αει 2014, βασικός μισθός με πτυχίο, βασικός μισθός καθαρά, βασικός μισθός άνω των 25, βασικός στα γερμανικά, elementar στα ελληνικά
βασικός στα γερμανικά