lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: βασικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
basal, basic, basilar, deadline, elemental, elementary, essential, fundamental, pivotal, primal, primary, primordial, rudimentary, staple, ultimate, vital
βασικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
důležitý, elementární, fundamentální, hlavní, podstatný, počáteční, primitivní, primární, první, prvotní, původní, vitální, základní, zásadní, životní
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
elementar, grundlegend, grundsätzlich
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
elementær, grundig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
básico, capital, elemental, esencial, fundamental, primario, principal
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
basilaire, constitutif, essentiel, fondamental, primaire, primitif, rudimentaire, vital, élémentaire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
basilare, elementare, essenziale, fondamentale, importante, primario, primitivo, rudimentale, vitale
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
elementær, grundig, livsviktig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
базальный, основной
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grundläggande
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
асноўны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alkeellinen, perus-, perusteellinen
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
alap, alapvető, elemi, sarkalatos
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
básico, essencial, fundamental, primário, principal
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
osnoven
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
базисний, базовий, великий, головний, домінуючий, капітал, капітальний, керування, керуючий, корінь, кінцевий, основний, основною, основної, основній, основоположний, останній, остаточний, правлячий, прикути, примітивний, спершу-струнний, стихійний, столиця, столичний, центральний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
podstawowy

Σχετικές λέξεις

βασικός μισθός 2014, βασικός μισθός 2013, βασικός μέτοχος, βασικός ύποπτος για φόνο, βασικός μισθός καθαρά, βασικός μεταβολισμός, βασικός μισθός άνω των 25, βασικός μισθός με πτυχίο, βασικός κανονισμός επίγειας εξυπηρέτησης, βασικός μισθός πτυχιούχου αει 2014