lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βασικός στα σουηδικά

Λέξη:
βασικός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά βασικός, βασικός ύποπτος για φόνο, βασικός μισθός πτυχιούχου αει 2014, βασικός μισθός με πτυχίο, βασικός μισθός καθαρά, βασικός μισθός άνω των 25, βασικός στα σουηδικά, grundläggande στα ελληνικά
βασικός στα σουηδικά