lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βασικός στα ουκρανικά

Λέξη:
βασικός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (26):
базисний, базовий, великий, головний, домінуючий, капітал, капітальний, керування, керуючий, корінь, кінцевий, основний, основною, основної, основній, основоположний, останній, остаточний, правлячий, прикути, примітивний, спершу-струнний, стихійний, столиця, столичний, центральний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βασικός, βασικός ύποπτος για φόνο, βασικός μισθός πτυχιούχου αει 2014, βασικός μισθός με πτυχίο, βασικός μισθός καθαρά, βασικός μισθός άνω των 25, βασικός στα ουκρανικά, базисний στα ελληνικά
βασικός στα ουκρανικά