lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βασικός στα ουγγρική

Λέξη:
βασικός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (4):
alap, alapvető, elemi, sarkalatos
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική βασικός, βασικός ύποπτος για φόνο, βασικός μισθός πτυχιούχου αει 2014, βασικός μισθός με πτυχίο, βασικός μισθός καθαρά, βασικός μισθός άνω των 25, βασικός στα ουγγρική, alap στα ελληνικά
βασικός στα ουγγρική