lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοηθώ στα αγγλικά

Λέξη:
βοηθώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (15):
abet, accompany, advocate, aid, assist, avail, benefit, bestead, co-operate, cooperate, defend, espouse, help, patronize, support
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά βοηθώ, να βοηθώ, βοηθώ συνώνυμα, βοηθώ ομορριζα, βοηθώ κλίση, βοηθώ βοηθήστε, βοηθώ στα αγγλικά, abet στα ελληνικά
βοηθώ στα αγγλικά