lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοηθώ στα γερμανικά

Λέξη:
βοηθώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (6):
assistieren, helfen, beistehen, mitwirken, nachhelfen, unterstützen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά βοηθώ, να βοηθώ, βοηθώ συνώνυμα, βοηθώ ομορριζα, βοηθώ κλίση, βοηθώ βοηθήστε, βοηθώ στα γερμανικά, assistieren στα ελληνικά
βοηθώ στα γερμανικά