lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοηθώ στα τσεχική

Λέξη:
βοηθώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (8):
asistovat, napomáhat, podporovat, pomáhat, pomoci, přispět, chránit, hájit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική βοηθώ, να βοηθώ, βοηθώ συνώνυμα, βοηθώ ομορριζα, βοηθώ κλίση, βοηθώ βοηθήστε, βοηθώ στα τσεχική, asistovat στα ελληνικά
βοηθώ στα τσεχική