lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοηθώ στα δανική

Λέξη:
βοηθώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (7):
bistå, hjælpe, hjerpe, monne, forsørge, fremme, støtte
Σχετικές λέξεις:
δανική βοηθώ, να βοηθώ, βοηθώ συνώνυμα, βοηθώ ομορριζα, βοηθώ κλίση, βοηθώ βοηθήστε, βοηθώ στα δανική, bistå στα ελληνικά
βοηθώ στα δανική