lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοηθώ στα ιταλικά

Λέξη:
βοηθώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (8):
aiutare, assistere, sovvenire, assecondare, favorire, sorreggere, fiancheggiare, sostenere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά βοηθώ, να βοηθώ, βοηθώ συνώνυμα, βοηθώ ομορριζα, βοηθώ κλίση, βοηθώ βοηθήστε, βοηθώ στα ιταλικά, aiutare στα ελληνικά
βοηθώ στα ιταλικά