lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοηθώ στα ισπανικά

Λέξη:
βοηθώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (9):
asistir, ayudar, acorrer, auxiliar, socorrer, amparar, apoyar, apoyarse, favorecer
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά βοηθώ, να βοηθώ, βοηθώ συνώνυμα, βοηθώ ομορριζα, βοηθώ κλίση, βοηθώ βοηθήστε, βοηθώ στα ισπανικά, asistir στα ελληνικά
βοηθώ στα ισπανικά