lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοηθώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
βοηθώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (6):
ajudar, andar, assistir, auxiliar, socorrer, amparar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά βοηθώ, να βοηθώ, βοηθώ συνώνυμα, βοηθώ ομορριζα, βοηθώ κλίση, βοηθώ βοηθήστε, βοηθώ στα πορτογαλικά, ajudar στα ελληνικά
βοηθώ στα πορτογαλικά