lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοηθώ στα σουηδικά

Λέξη:
βοηθώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (9):
assistera, bistå, biträda, hjälp, hjälpa, medhjälpare, befrämja, främja, stötta
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά βοηθώ, να βοηθώ, βοηθώ συνώνυμα, βοηθώ ομορριζα, βοηθώ κλίση, βοηθώ βοηθήστε, βοηθώ στα σουηδικά, assistera στα ελληνικά
βοηθώ στα σουηδικά