lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαπράττω στα αγγλικά

Λέξη:
διαπράττω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (11):
charge, commend, commit, confide, consign, delegate, entrust, induct, perpetrate, recommit, trust
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά διαπράττω, διαπράττω συνώνυμα, διαπράττω παρακείμενος, διαπράττω κλίση, διαπράττω στα αγγλικά, charge στα ελληνικά
διαπράττω στα αγγλικά