lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαπράττω στα πορτογαλικά

Λέξη:
διαπράττω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
cometer, perpetrar, confiar, encomendar, depositar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά διαπράττω, διαπράττω συνώνυμα, διαπράττω παρακείμενος, διαπράττω κλίση, διαπράττω στα πορτογαλικά, cometer στα ελληνικά
διαπράττω στα πορτογαλικά