lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαπράττω στα ρωσικά

Λέξη:
διαπράττω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (7):
злодействовать, совершать, совершить, вверять, поручать, вверить, поручить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά διαπράττω, διαπράττω συνώνυμα, διαπράττω παρακείμενος, διαπράττω κλίση, διαπράττω στα ρωσικά, злодействовать στα ελληνικά
διαπράττω στα ρωσικά