lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαπράττω στα τσεχική

Λέξη:
διαπράττω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (9):
kompromitovat, páchat, spáchat, pověřit, svěřit, svěřovat, uvést, předložit, uložit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική διαπράττω, διαπράττω συνώνυμα, διαπράττω παρακείμενος, διαπράττω κλίση, διαπράττω στα τσεχική, kompromitovat στα ελληνικά
διαπράττω στα τσεχική