lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαπράττω στα ιταλικά

Λέξη:
διαπράττω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (7):
commettere, perpetrare, affidare, confidare, fidare, raccomandare, incaricare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά διαπράττω, διαπράττω συνώνυμα, διαπράττω παρακείμενος, διαπράττω κλίση, διαπράττω στα ιταλικά, commettere στα ελληνικά
διαπράττω στα ιταλικά