lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαπράττω στα γερμανικά

Λέξη:
διαπράττω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (7):
begehen, verüben, anvertrauen, überlassen, übertragen, vergeben, betrauen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά διαπράττω, διαπράττω συνώνυμα, διαπράττω παρακείμενος, διαπράττω κλίση, διαπράττω στα γερμανικά, begehen στα ελληνικά
διαπράττω στα γερμανικά