lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαπράττω στα πολωνική

Λέξη:
διαπράττω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (4):
popełniać, popełnić, powierzać, powierzyć
Σχετικές λέξεις:
πολωνική διαπράττω, διαπράττω συνώνυμα, διαπράττω παρακείμενος, διαπράττω κλίση, διαπράττω στα πολωνική, popełniać στα ελληνικά
διαπράττω στα πολωνική