lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαπράττω στα νορβηγικά

Λέξη:
διαπράττω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (3):
begå, betro, tillit
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά διαπράττω, διαπράττω συνώνυμα, διαπράττω παρακείμενος, διαπράττω κλίση, διαπράττω στα νορβηγικά, begå στα ελληνικά
διαπράττω στα νορβηγικά