lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθυστερώ στα αγγλικά

Λέξη:
καθυστερώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (28):
apprehend, arrest, delay, delays, detain, de­lay, freeze, halt, hesitate, impede, keep, lag, latency, linger, lock, pause, procrastinate, protract, retain, retard, retardation, sojourn, stall, stanch, stay, stop, tarry, temporize
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά καθυστερώ, καθυστερώ συνώνυμο, καθυστερώ συνώνυμα, καθυστερώ στα αγγλικα, καθυστερώ μεταφραση, καθυστερώ αγγλικα, καθυστερώ στα αγγλικά, apprehend στα ελληνικά
καθυστερώ στα αγγλικά