lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθυστερώ στα πολωνική

Λέξη:
καθυστερώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (4):
opóźniać, opóźnienie, zatrzymywać, zwlekać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική καθυστερώ, καθυστερώ συνώνυμο, καθυστερώ συνώνυμα, καθυστερώ στα αγγλικα, καθυστερώ μεταφραση, καθυστερώ αγγλικα, καθυστερώ στα πολωνική, opóźniać στα ελληνικά
καθυστερώ στα πολωνική