lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθυστερώ στα φινλανδικά

Λέξη:
καθυστερώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (11):
aikailla, epäröidä, hidastella, hidastelu, kuhnailla, lykätä, pidättää, viipyä, viivyttää, viivytys, viivästys
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά καθυστερώ, καθυστερώ συνώνυμο, καθυστερώ συνώνυμα, καθυστερώ στα αγγλικα, καθυστερώ μεταφραση, καθυστερώ αγγλικα, καθυστερώ στα φινλανδικά, aikailla στα ελληνικά
καθυστερώ στα φινλανδικά