lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθυστερώ στα ουγγρική

Λέξη:
καθυστερώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (7):
késlekedik, késleltet, késleltetés, késedelem, késés, feltartóztatni, megállítani
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική καθυστερώ, καθυστερώ συνώνυμο, καθυστερώ συνώνυμα, καθυστερώ στα αγγλικα, καθυστερώ μεταφραση, καθυστερώ αγγλικα, καθυστερώ στα ουγγρική, késlekedik στα ελληνικά
καθυστερώ στα ουγγρική