lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθυστερώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
καθυστερώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (13):
adiar, apreender, atrasar, atraso, capturar, demora, demorar, hesitar, interromper, parar, prender, retardar, tardar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά καθυστερώ, καθυστερώ συνώνυμο, καθυστερώ συνώνυμα, καθυστερώ στα αγγλικα, καθυστερώ μεταφραση, καθυστερώ αγγλικα, καθυστερώ στα πορτογαλικά, adiar στα ελληνικά
καθυστερώ στα πορτογαλικά