lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθυστερώ στα γερμανικά

Λέξη:
καθυστερώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (20):
abbrechen, anhalten, arretieren, aufhalten, aufzuhalten, einhalten, einstellen, festnehmen, gehalten, gezögert, halten, stoppen, säumen, verhaften, verspäten, verzug, verzögern, zaudern, zurückhalten, zögern
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά καθυστερώ, καθυστερώ συνώνυμο, καθυστερώ συνώνυμα, καθυστερώ στα αγγλικα, καθυστερώ μεταφραση, καθυστερώ αγγλικα, καθυστερώ στα γερμανικά, abbrechen στα ελληνικά
καθυστερώ στα γερμανικά