lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθυστερώ στα νορβηγικά

Λέξη:
καθυστερώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (17):
beholde, bevare, dvele, forhale, forsinke, forsinkelse, hefte, hemme, hindre, holde, oppholde, rast, sinke, stokka, stoppe, tova, trenere
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά καθυστερώ, καθυστερώ συνώνυμο, καθυστερώ συνώνυμα, καθυστερώ στα αγγλικα, καθυστερώ μεταφραση, καθυστερώ αγγλικα, καθυστερώ στα νορβηγικά, beholde στα ελληνικά
καθυστερώ στα νορβηγικά