lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθυστερώ στα ρωσικά

Λέξη:
καθυστερώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (11):
задерживать, задержка, замедление, запоздалость, колебать, медлить, мешкать, опоздание, останавливать, отсрочка, снимать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά καθυστερώ, καθυστερώ συνώνυμο, καθυστερώ συνώνυμα, καθυστερώ στα αγγλικα, καθυστερώ μεταφραση, καθυστερώ αγγλικα, καθυστερώ στα ρωσικά, задерживать στα ελληνικά
καθυστερώ στα ρωσικά