lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κόπωση στα βουλγαρικά

Λέξη:
κόπωση (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά κόπωση, κόπωση υπνηλία, κόπωση υλικών, κόπωση των επινεφριδίων, κόπωση συμπτώματα, κόπωση στα πόδια, κόπωση στα βουλγαρικά, труд στα ελληνικά
κόπωση στα βουλγαρικά