lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κόπωση στα πορτογαλικά

Λέξη:
κόπωση (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
labor, obra, pena, fatiga, latitude
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά κόπωση, κόπωση υπνηλία, κόπωση υλικών, κόπωση των επινεφριδίων, κόπωση συμπτώματα, κόπωση στα πόδια, κόπωση στα πορτογαλικά, labor στα ελληνικά
κόπωση στα πορτογαλικά