lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κόπωση στα πολωνική

Λέξη:
κόπωση (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (2):
trud, znużenie
Σχετικές λέξεις:
πολωνική κόπωση, κόπωση υπνηλία, κόπωση υλικών, κόπωση των επινεφριδίων, κόπωση συμπτώματα, κόπωση στα πόδια, κόπωση στα πολωνική, trud στα ελληνικά
κόπωση στα πολωνική