lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κόπωση στα ρωσικά

Λέξη:
κόπωση (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (3):
труд, изнурение, усталость
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά κόπωση, κόπωση υπνηλία, κόπωση υλικών, κόπωση των επινεφριδίων, κόπωση συμπτώματα, κόπωση στα πόδια, κόπωση στα ρωσικά, труд στα ελληνικά
κόπωση στα ρωσικά