lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κόπωση στα αγγλικά

Λέξη:
κόπωση (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (10):
apply, fatigue, hardship, pain, sweat, toil, trouble, languor, lassitude, weariness
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά κόπωση, κόπωση υπνηλία, κόπωση υλικών, κόπωση των επινεφριδίων, κόπωση συμπτώματα, κόπωση στα πόδια, κόπωση στα αγγλικά, apply στα ελληνικά
κόπωση στα αγγλικά