lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κόπωση στα γερμανικά

Λέξη:
κόπωση (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (8):
arbeit, ermüdung, mühe, mühsal, qual, schmerz, strapaze, müdigkeit
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά κόπωση, κόπωση υπνηλία, κόπωση υλικών, κόπωση των επινεφριδίων, κόπωση συμπτώματα, κόπωση στα πόδια, κόπωση στα γερμανικά, arbeit στα ελληνικά
κόπωση στα γερμανικά