lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δέρνω στα γαλλικά

Λέξη:
δέρνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (19):
amocher, attaquer, baffer, battre, choquer, combattre, crouler, escalader, fesser, forcer, frapper, heurter, meurtrir, percute, percuter, surmonter, taper, télescoper, vaincre
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά δέρνω, δέρνω το παιδί μου, δέρνω τη γυναίκα μου, δέρνω τα παιδιά μου, δέρνω συνώνυμα, δέρνω στα γαλλικά, amocher στα ελληνικά
δέρνω στα γαλλικά