lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δέρνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
δέρνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (12):
acertar, bater, chocar, derrotar, golpear, latir, malhar, maçar, pegar, percutir, topar, vencer
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά δέρνω, δέρνω το παιδί μου, δέρνω τη γυναίκα μου, δέρνω τα παιδιά μου, δέρνω συνώνυμα, δέρνω στα πορτογαλικά, acertar στα ελληνικά
δέρνω στα πορτογαλικά