lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δέρνω στα ισπανικά

Λέξη:
δέρνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (17):
barrer, batir, caer, chocar, derribar, derrotar, derrumbar, fajar, golpear, herir, latir, pegar, pelearse, plantar, topar, topetar, vencer
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά δέρνω, δέρνω το παιδί μου, δέρνω τη γυναίκα μου, δέρνω τα παιδιά μου, δέρνω συνώνυμα, δέρνω στα ισπανικά, barrer στα ελληνικά
δέρνω στα ισπανικά