lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δέρνω στα δανική

Λέξη:
δέρνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (8):
mishandle, nedslå, rundjule, slå, erobre, overvinde, banke, dunke
Σχετικές λέξεις:
δανική δέρνω, δέρνω το παιδί μου, δέρνω τη γυναίκα μου, δέρνω τα παιδιά μου, δέρνω συνώνυμα, δέρνω στα δανική, mishandle στα ελληνικά
δέρνω στα δανική