lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δέρνω στα φινλανδικά

Λέξη:
δέρνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (6):
jyskyttää, voittaa, hakata, iskeä, sivaltaa, kolhia
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά δέρνω, δέρνω το παιδί μου, δέρνω τη γυναίκα μου, δέρνω τα παιδιά μου, δέρνω συνώνυμα, δέρνω στα φινλανδικά, jyskyttää στα ελληνικά
δέρνω στα φινλανδικά