lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δέρνω στα γερμανικά

Λέξη:
δέρνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (14):
anprallen, anschlagen, aufschlagen, besiegen, bewältigen, bezwingen, brechen, hauen, klopfen, prügeln, schlagen, stoßen, übersteigen, überwinden
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά δέρνω, δέρνω το παιδί μου, δέρνω τη γυναίκα μου, δέρνω τα παιδιά μου, δέρνω συνώνυμα, δέρνω στα γερμανικά, anprallen στα ελληνικά
δέρνω στα γερμανικά