lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δέρνω στα λευκορωσίας

Λέξη:
δέρνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (4):
валіць, звальваць, калаціць, трэсці
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας δέρνω, δέρνω το παιδί μου, δέρνω τη γυναίκα μου, δέρνω τα παιδιά μου, δέρνω συνώνυμα, δέρνω στα λευκορωσίας, валіць στα ελληνικά
δέρνω στα λευκορωσίας